δημηγορικά

δημηγορικά
δημηγορικός
suited to public speaking
neut nom/voc/acc pl
δημηγορικά̱ , δημηγορικός
suited to public speaking
fem nom/voc/acc dual
δημηγορικά̱ , δημηγορικός
suited to public speaking
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δημηγορικάς — δημηγορικά̱ς , δημηγορικός suited to public speaking fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημηγορικός — ή, ό (Α δημηγορικός, ή, όν) [δημηγόρος] ο κατάλληλος για δημηγορία (Πλάτ., Πολιτ.) αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. η δημηγορική η τέχνη τού να αγορεύει κανείς δημόσια 2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δημηγορικά η δημηγορία, η αγόρευση μπροστά στον λαό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”